ζαερές

ζαερές
ο
κάθε είδους εφόδιο, προμήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τουρκικής προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζαερτζής — και ζαερετζής, ο (Μ ζαερτζής και ζαερετζής) [ζαερές] προμηθευτής …   Dictionary of Greek

  • ζαϊρές — ζαϊρές, ο και ζαερές, ο έ (λ. τουρκ.), εφόδια, προμήθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”