ζαερτζής — και ζαερετζής, ο (Μ ζαερτζής και ζαερετζής) [ζαερές] προμηθευτής … Dictionary of Greek
ζαϊρές — ζαϊρές, ο και ζαερές, ο έ (λ. τουρκ.), εφόδια, προμήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)